- συμβράσσομαι
- ΜΑ και αττ. τ. συμβράττομαι Αμσν.φρ. «καγχασμῷ συμβράττομαι»μτφ. πεθαίνω από τα γέλια, σκάω στα γέλιααρχ.1. βράζομαι μαζί με κάτι άλλο («ἐμβληθέντος νίτρου συμβρασθέντος», Γαλ.)2. εκβράζομαι, ξεβράζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + βράσσω / -ομαι «βράζω, ξεβράζω, χτυπιέμαι (στα γέλια)»].
Dictionary of Greek. 2013.